διμήτωρ

διμήτωρ
διμήτωρ
twice-born
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διμήτωρ — και διμάτωρ, ο (Α) επίθ. τού Διονύσου, επειδή είχε δυό μητέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + μήτωρ < μήτηρ (πρβλ. αμήτωρ, δυσμήτωρ, μητρομήτωρ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • διμήτορα — διμήτωρ twice born masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Дионис — (др. греч. Διόνυσος) …   Википедия

  • Вакх — Дионис Дионис Бог вина и веселья Мифология: Древнегреческая В иных культурах: Бахус Отец: Зевс Мать: смертная женщина Семела …   Википедия

  • Иакх — Дионис Дионис Бог вина и веселья Мифология: Древнегреческая В иных культурах: Бахус Отец: Зевс Мать: смертная женщина Семела …   Википедия

  • διμάτωρ — ο βλ. διμήτωρ …   Dictionary of Greek

  • διμήτριος — διμήτριος, ο (Α) ο διμήτωρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι* + μήτριος < μήτηρ ( τρός) (πρβλ. ομομήτριος)] …   Dictionary of Greek

  • μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”